Α
Αβάντα
= λακούβα της
βροχής
Αβλαντίζω
= κρυφοκοιτάζω
Αγλιάρς
= λιγούρης
Αδιαφόρητου
= κακό
Αϊγκούτια = οι προμήθειες, τα φαγώσιμα του
σπιτιού
Ακατακάτστους = αυτός που δεν κάθεται, μτφ. ο
δραστήριος άνθρωπος
Ακέργιους
= ολόκληρος
Ακρούδα
= άκρη
Άλλνοι
= άλλοι
Αμάκατζης = αυτός που τα περιμένει όλα απ’ τους
άλλους
Αμπντάλου
= ψηλή, άχαρη
γυναίκα
Αμπντάλς
= άχαρος,
ασυμάζευτος
Ανειλμάδα
= εξάντληση,
βαρεμάρα
Αξιλέσταχτ
= αντιπαθητική
γυναίκα
Απασκιρέ = μένω άπραγος
Απίδ
= αχλάδι
Αράδζει
= προχώρα,
περπάτα
Αραμπαδούδ
= παιχνιδάκι
Αρέσκεις
= σ’ άρεσε
Αρχύτιρα
= προηγουμένως
Ασμάζοχτος
= αυτός που δε
μαζεύει τα πράγματά του
Αστριχιά = η άκρη της σκεπής που τρέχουν τα
νερά της βροχής
Αυτνοί
= αυτοί
Αχμάκς =
υποχόντριος
Β
Βακούφ = εξωκλήσι
Βάνει-βγάλει =
βάζω και βγάζω, μτφ. τα καθημερινά ρούχα (πρόχειρα)
Βάφκα =
βάφτηκα
Βίτσα
= βέργα
Βουβάθτσει
= μη μιλάς,
κάνε ησυχία
Γ
Γάβανους
= πλαστικό
σκεύος για τη φύλαξη φαγητού ( τάπερ )
Για
ζικ = αμάν
Για
σμαδ = σημάδι
ότι κάτι θα γίνει
Γιάμπα
= τσουγκράνα
Γιάσλα
=παχνί
Γινάτ
= πείσμα
Γίνγκα
= έγινα
Γιουμίνια = παπούτσια
Γιουμόζου
= γεμίζω
Γιουρουντώ
= ορμώ
Γιούφτος
= γύφτος
Γιουφτουφάσλα
= μαυρομάτικα
φασόλια
Γιρούντσει
= όρμησε
Γκαβά
= μάτια
Γκαβάθκα
= τυφλώθηκα
Γκαβός
= τυφλός
Γκάρβανους
= μαύρη καρακάξα
Γκιουρλιούτσει
= έπεσε με
φόρα, μτφ. έκανε εμετό
Γκούντκα = το πίσω μέρος του κεφαλιού, πάνω από
το σβέρκο
Γουμδού
= χοντροκομμένη , μτφ. αυτή που φορά πολλά
ρούχα
Γουμίδ
= χοντροκομμένο
Δ
Δάχλα
= δάχτυλα
Δε
σι κοφτ = δε σε κόβει καθόλου , δε
ξέρεις
Δε
σμπορίζ = δε
μιλάει
Δρινόσκλου
= αδέσποτο
σκυλί , μτφ. αυτός που γυρνάει όλο έξω
Ε
Έβανα
= έβαλα
Έγαξει = σπαράζει από το δυνατό κλάμα
Έρξα
= έριξα
Έστριξει = συμφώνησε
Έφκα
= έφυγα
Ζ
Ζα
= ζώα
Ζαμακώθκα
= έπεσα
Ζαπάρτα
= κατσάδα,
μάλωμα
Ζαπαρτώνου
= μαλώνω
Ζελές
= ζακέτα
Ζιματά
= καίει
Ζουδ
= ζωάκι
Ζούρλα
= τρέλα
Ζουρλάθκα
= τρελάθηκα
Η
Ήβρα
= βρήκα
Ήρτεις
= ήρθες
Θ
Θκομ
= δικό μου
Ι
Ιστάχ = (το) άχτι
Ιτς
= καθόλου,
τίποτα
Ιτς-μιτς
= καθόλου,
εντελώς άσχετο
Κ
Καζανούδ
= καζάνι
Καλαθάρα
= κοφίνι, μτφ.
χοντρή γυναίκα
Καμάδα
μας = αλίμονο
μας
Κάρνα
= κάρβουνα
Κασκαρίκα = σκανδαλιά
Κατανιάζου = συκοφαντώ, κακολογώ
Κατράν
= μαύρο χώμα
Κάτσει
= κάτσε
Κατσιάζου
= ταλαιπωρώ
κάτι, του αλλάζω την υφή του
Καφέν
= καφές
Καφιλίκ= μπρίκι
Κιουσμέ
= βρύση
Κλαβανή
= πόρτα για
σκάλες
Κλουνή = κλωστή
Κλουτανάς
= ανακατεύεις
συνεχώς μτφ. το λες και το ξαναλές
Κμάς
= χοιροστάσιο
Κοιτάχκαμει
=
συναντηθήκαμε, ειδωθήκαμε
Κόκα
= μυαλό
Κόμπαρχη = ήρθες νωρίς νωρίς
Κουκμίλ
= το εσωτερικό
( που δεν τρώγεται ) του καλαμποκιού
Κουκνάρα
= καλαμπόκι
Κουκουτσόθκει
= ήρθε
απρόσκλητος και έκατσε πολύ
Κουμούτσα = ογκώδης στοίβα
Κουμπάκα
= καλαμπόκι ( ο
καρπός )
Κουμπαριάσκις
= κάθισες, μτφ.
ανεπιθύμητος επισκέπτης
Κουμπαρντίσκα
= κουράστηκα
πολύ
Κουμπαρτσμέν = πολύ κουρασμένη
Κουνουσλούκ = φόρτωμα μτφ. όταν κάποιος μας γίνεται
<<τσιμπούρι>>
Κουντνάς
= κεφάλι
Κουντούρια = παπούτσια
Κουπάνα
= νεροχύτης
Κουπανίσκει
= ήρθε και
κάθησε απροειδοποίητα
Κουρκουλούκ
= σκιάχτρο,
μτφ. άσχημος άνθρωπος
Κουρντουκιέλ
= παιχνίδι
Κουρτσούδ
= κορίτσι
Κουψαλάντσει
= απέφυγε μια
εργασία, μτφ. απεβίωσε
Κουψαλαντώ
= αποφεύγω να
κάνω κάτι
Κρατούνα
= κεφάλι
Λ
Λακμανάς = ψηλός, εύσωμος, άχαρος άνδρας
Λακμανίζου = τρώω λαίμαργα
Λαλάγκια =
τηγανίτες
Λαμαρίνα
= τηγάνι , ταψί
Λείψει
= φύγε
Λες
= άσχημη
μυρωδιά
Λέτσος
= κακοντυμένος
Λιγούτσκου
= λιγάκι
Λουγκουρίζου
= κάνω βόλτες ,
γυρίζει πολύ
Λουγκούρς
= αυτός που
κάνει πολλές βόλτες , γυρίζει πολύ
Λουγυρνούσει
= γύριζε από δω
κι εκεί
Λουλάθκα
= τρελάθηκα
Λούμπουρτου = άνω-κάτω
Λόφκα
= λακκούβα
Μ
Μαζίν
= μαζεύει
Μάινσει
= θύμωσε
Μαΐσίλι
= έρπης
Μαμάνου = τρώω
Μαμούδ
= μικρό έντομο
Μαμούν
= ζουζούνι
Μανιά
= γιαγιά
Μανίζου
= θυμώνω
Μάνταλος
= κλειδαριά
Μανταλώνου
= κλειδώνω
Μασάλια
= αβάσιμες
φήμες , κουβεντολόι
Μασίνα
= ξυλόσομπα
Ματσαλάω
= μασουλάω
Μάτσιου = γάτα
Μεϊντάν
= πλατεία
Μέντα
= καραμέλα
Μιδράλιου = αυτός που μιλάει ακατάπαυστα
Μιμλικέτ
= πολυκοσμία
Μιριά
= πλευρά
Μισίρ
= καλαμπόκι
Μλάρ
= μουλάρι
Μόκουτου
= βούλωστο ,
σταμάτα να μιλάς
Μούλουνει
= μη μιλάς
Μουσκάρ
= μοσχάρι
Μουχαμπέτ
= κουβέντα
Μουχαμπέτια
= κουβέντες
Μουχαμπιτζής
= αυτός που του
αρέσει να μιλάει πολύ
Μπαΐλτσα= κουράστηκα
Μπαΐρ
= βουνό
Μπακαντίζου
= βλέπω, χαζεύω
Μπακίρ
= κατσαρόλα
Μπαντάκ
= φοράει πολλά
ρούχα
Μπαρμπότα
= στενόμακρη
προβιά από δέρμα ζώων που φοριέται στο κεφάλι
Μπασκί
= εργαλείο
σποράς
Μπατσαρίκα
= χαστούκι
Μπερντέν
= αμέσως
Μπιρντάχ =
μτφ. ένα χέρι ξύλο
Μπισίκ
= ζαβολιά
Μπισικιάρς
= ζαβολιάρης
Μπλασταρώθκει
= έπεσε
Μπλασταρώνουμει
= πέφτω
Μπόι
= φούστα
Μπόκα
= αργόστροφος ,
χοντρός
Μπομπόλια
= κόλλυβα
Μπουλάντσα = έφαγα πάρα πολύ, αηδίασα
Μπουλαντσμένους = ο χορτάτος
Μπουλούκ
= πολυκοσμία
Μπουμπάρ
= παραδοσιακό
φαγητό
Μπούμπνους
= υπερβολική
ζεστή
Μπουμπούτσουσει
= είναι έτοιμος
να βάλει τα κλάματα, μτφ. θα χαλάσει ο καιρός
Μπουτζούκουσει
=
στεναχωρήθηκε, θύμωσε
Μπουφάς
= μπουφάν
Μπούφκα
= ψέμα
Μπούχτσα
= βαρέθηκα
Μπουχτώ
= σπρώχνω
Μπρουκανίτσα
= νερωμένο γάλα
Μπρούμπτα (η) = το πέσιμο
Mπρουμπτώ = πέφτω
κάτω
Ν
Νάμια ( τα ) = χαμός
Νιρουφίσκα = τρόμαξα
Νοντάς = κάμαρη, δωμάτιο
Νουχουτλίδκου = ψωμί από αλεύρι ρεβιθιών
ΝταΪάντσα = ακούμπησα
ΝταΪαντώ = στηλώνω ,ακουμπώ κάπου
Νταλακιάζω = τρώω πολύ
Νταλάκιασα = έφαγα πάρα πολύ
Νταντανάς = ( έγινε νταντανάς ) τα νέα κυκλοφόρησαν
παντού , έγινε ντόρος
Νταντάντσει = του έγινε συνήθεια , επιμένει σε
κάτι
Ντατ-φιργιάτ = κάνω κάτι πολύ γρήγορα χωρίς
επιμέλεια , στο άψε-σβήσε
Ντιρίτουζου = ναφθαλίνη
Ντερλίκωμα = πολύ φαγητό
Ντέτζερης = κατσαρόλα
Ντουντούλα = μούσκεμα
Ντουρντουλιάζ = σιγοβρέχει
Ντρίζιανος = γκρινιάρης , ενοχλητικός
Νυφράγκια = το κενό διάστημα ανάμεσα στη σκεπή
και στο κτιστό μέρος του σπιτιού
Ξ
Ξανάλαγους = ντυμένος πρόχειρα
Ξανουκλιούμει = στριφογυρίζω
Ξιγκουλιαρίζουμει = ξεγυμνώνομαι
Ξιγκουρλώνω = κάνω εμετό
Ξιπάζου = τρομάζω
Ξισταλαγιάνου = στεγνώνω
Ξιχάσκει = ξεχάστηκε
Ο
Όμπασις = χαζός
Όντα-όντα = αποδοκιμασία ντροπής
Όρνιθα = κότα
Ούρδα = στραγγιστό γιαούρτι
Ούχα = πληγή, χτύπημα
Π
Παένω = πηγαίνω
Παίιζ = παίζεις
Παλιουκαλαθάρα = αυτός που λέει τα ίδια ξανά και ξανά
Παμπόρ = χαρταετός
Παπάρα = φαγητό με αβγά και νερό
Παπαρδέλα = καρούμπαλο
Πάππος = παππούς
Παράδες = λεφτά
Παρασόλ = ομπρέλα
Παρτάλ = ρούχο
Πατλάκια = ποπ-κορν
Πατλαντώ = σκάω
Πατλατζάνα = μελιτζάνα ,μτφ. η χοντροκομμένη
φουσκωτή μύτη
Πατνιά
= πατημασιά
Πατσόπονος = πονοκέφαλος
Παφλάκα
= φούσκα
Πθήξουμει = πηδήξουμε
Πιδούδ = αγόρι
Πιζούλα = μεγάλη πέτρα
Πιρνάρια = πουρνάρια
Πίτσκο = μικρό παιδί
Πλαλτός = τρέξιμο
Πλαλώ = τρέχω
Πλατς καταή = πέφτω κάτω
Πλια = ποτέ
Πλιτσιανίζου = παίζω με τα νερά , βρέχω κάτι
Πλουκαριά = χώρισμα , τοίχος δωματίου
Πουδούκλα = τρικλοποδιά
Πουμακίλας = άσχημη μυρωδιά
Πούτσνιασει = έκανε μορφασμό , δεν του άρεσε κάτι
Πράμα = πράγμα
Προυσόψ= πετσέτα
Προυτσάλες = σταγόνες
Προύτσος = αρσενικό κατσίκι
Προχτέ = προχτές
Ρ
Ρέγκια (τα) = χάλια
Σ
Σαβούρντα = πέσιμο
Σαβουρντιέμαι = πέφτω
Σαβουρντώ = ρίχνω κάτω
Σάζω = φτιάχνω
Σακατεύομαι = κουράζομαι
Σακατίζου = δεν αντέχω το βάρος
Σαλιάγκ = σαλιγκάρι
Σάλκα = πρόκα, καρφί
Σαλτάκ = χαστούκι
Σάστισει = σάστισε
Σατάχτσα = αγανάκτησα
Σιούμει = τριγυρίζω
Σιργκί = πράγματα απλωμένα σκόρπια
Σιρμαές = το βιος ενός σπιτιού, τα υπάρχοντα
Σισίρτσα = παρατράβηξα
Σίτα = κόσκινο
Σκίσκα = σκίστηκα
Σκλαρίκ = σκουλαρίκι
Σκουντουρίκα = σαύρα
Σμαζέφτσει = συμμαζέψου
Σμουχριάζ = σούρουπο
Σμπαράλ
= ερείπιο,
κουρασμένος
Σμπαράλιασα
= κουράστηκα
πολύ, μτφ. έγινα κομμάτια
Σμπιρίλουγα = μικροαντικείμενα
Σόκτσει
= έχασε τις
δυνάμεις του
Σουκτώ
= φέρνω σε
πέρας μια δύσκολη εργασία
Σόλια = φλιτζανάκια καφέ
Σούλτου = η γυναίκα που φορά μακρόνταλες
φούστες
Σούντσει = αγανάκτησε
Σούρμπιξει
= ρούφηξε
Σοφράς = χαμηλό τραπέζι
Στάφνιαξα = έφτιαξα κάτι πολύ γρήγορα
Στιά = φωτιά
Στιλιχουνιάρς = μίζερος
Στουρνάρ = χαζός
Στριμόχατζης = αυτός που στριμώχνεται, μτφ. αυτός
που κρυώνει
Συμπλιάσκει = <<κόλλησε >> κάπου , του
έγινε έμμονη ιδέα
Συμπράγκαλα
= τα μικρό
αντικείμενα που χρειαζόμαστε για να ολοκληρώσουμε μια δουλειά
Σύρει βρέτου = πήγαινε να το βρεις
Συρτουπάπτσου = αυτός που γυρνά όλη τη μέρα
Σφουγγίζω = σκουπίζω
Σχα
βουβά =
ήσυχα-ήσυχα, αθόρυβα
Σχιούμει
= κουνιέμαι,
μτφ. κάνω δουλειές
Τ
Ταβάς = είδος κατσαρόλας
Τάβλα = πετσέτα
Ταϊφάς = μεγάλη οικογένεια
Τζερτζελές = φασαρία
Τζιουμπές = σακάκι
Τζίτζιλι – μίτζιλι = τα μικροαντικείμενα
Τζούτζουρας = μικρό παιδί
Τιντίνιασα = ανατρίχιασα από το κρύο, πάγωσα
Του΄βρα = το βρήκα
Τούπκουσου = ολόιδιος
Τουπούζ = πολύ χοντρός
Τουτούχτσα = ζεστάθηκα
Τράβα = πήγαινε
Τρακάζ
= χερούλι
πόρτας
Τρανεύου = μεγαλώνω
Τρανός = μεγάλος
Τσ / τζ = την
Τσάκσει = τσάκισε
Τσαμ = έλατο
Τσανάκ = πιάτο
Τσάνια = κουδούνια
Τσέτα = παρέα
Τσιγκλείζω = πειράζω κάποιον
Τσινιδάς = στοματαράς
Τσιρβούλ = τσαρούχι
Τσλιάγκ – τσλιούγκ = ήχος μεταλλικών αντικειμένων που
χτυπούν μεταξύ τους
Τσουμάκ = ξύλινη βέργα
Τσούσκα = δε με νοιάζει
Τσουφλιάρια
= πόδια
Τχαν = τηγάνι
Φ
Φασούλια = φασόλια
Φεύνω = φεύγω
Φισφισές
= κουτσομπόλης
Φκανώ = κουβαλώ
Φκαργιάσκα = έπεσα
Φόρτωμα = σκοινί
Φουρκάλ = σκούπα
Φουρκαλώ = σκουπίζω
Φουρλαντήσκα = αγανάκτησα
Φουρντάλου = γεμάτη, εύσωμη γυναίκα
Φριξώνουμει = φοβάμαι
Χ
Χαλές = τουαλέτα
Χαλιμπάλιας = χαζός, ανόητος
Χαμούτ = περιλαίμιο ζώων όταν οργώνουν
Χανιάζου = δίνω κάτι
Χαντακούδ
= δεματάκι,
ματσάκι
Χάρκα = χάρηκα
Χασλαμάς = φυτώριο καπνού
Χαχαλίζου = ελαφρύ, επιφανειακό σκάλισμα
Χλαπανίζω = τρώω
Χλιάμπας = ανόητος
Χλιάμπας = ανόητος
Χλιαρ = κουτάλι
Χλιαρίζου = τρώω
Χλιάρξι κα να δυο χλιαρές = φάε λίγο
Χούι = συνήθεια
Χρεία = τουαλέτα
Ψ
Ψήσκα = ζεστάθηκα, ψήθηκα
Ψχούδα = ψυχούλα
Ω
Ώσπου να παρς μπρος = ώσπου να καταλάβεις