Παρασκευή 2 Ιανουαρίου 2015

ΤΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΟΥ ΤΟΠΟΥ ΜΟΥ



ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ - ΠΗΓΕΣ

        Όλο το υλικό που ακολουθεί στην παρακάτω εργασία συγκεντρώθηκε από την υπεύθυνη δασκάλα και τους μαθητές της Β’ τάξης του 1ου Δημοτικού Σχολείου Παγγαίου. Τα παιδιά κατέγραψαν τις λέξεις αφού πήραν προφορικές συνεντεύξεις από το οικογενειακό τους περιβάλλον αλλά και από τον ευρύτερο κύκλο των κατοίκων της Νικήσιανης. Γι’ αυτό ευχαριστούμε όλους όσους βοήθησαν στη συγκέντρωση και παρουσίαση αυτών των λέξεων.         







Η ΕΡΓΑΣΙΑ ΑΥΤΗ ΑΦΙΕΡΩΝΕΤΑΙ
ΣΕ ΟΛΟΥΣ ΤΟΥΣ ΣΥΝΔΗΜΟΤΕΣ ΜΑΣ
ΠΟΥ ΕΙΝΑΙ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΣ ΣΤΗ ΓΕΡΜΑΝΙΑ



Νοέμβριος 2014



Α
Αβάντα = λακούβα της βροχής
Αβλαντίζω = κρυφοκοιτάζω
Αγλιάρς = λιγούρης
Αδιαφόρητου = κακό
Αϊγκούτια = οι προμήθειες, τα φαγώσιμα του σπιτιού
Ακατακάτστους = αυτός που δεν κάθεται, μτφ. ο δραστήριος άνθρωπος
Ακέργιους = ολόκληρος
Ακρούδα = άκρη
Άλλνοι = άλλοι
Αμάκατζης = αυτός που τα περιμένει όλα απ’ τους άλλους
Αμπντάλου = ψηλή, άχαρη γυναίκα
Αμπντάλς = άχαρος, ασυμάζευτος
Ανειλμάδα = εξάντληση, βαρεμάρα
Αξιλέσταχτ = αντιπαθητική γυναίκα
Απασκιρέ = μένω άπραγος
Απίδ = αχλάδι
Αράδζει = προχώρα, περπάτα
Αραμπαδούδ = παιχνιδάκι
Αρέσκεις = σ’ άρεσε
Αρχύτιρα = προηγουμένως
Ασμάζοχτος = αυτός που δε μαζεύει τα πράγματά του
Αστριχιά = η άκρη της σκεπής που τρέχουν τα νερά της βροχής
Αυτνοί = αυτοί
Αχμάκς = υποχόντριος
Β
Βακούφ = εξωκλήσι
Βάνει-βγάλει = βάζω και βγάζω, μτφ. τα καθημερινά ρούχα (πρόχειρα) 
Βάφκα = βάφτηκα
Βίτσα = βέργα
Βουβάθτσει = μη μιλάς, κάνε ησυχία
Γ
Γάβανους = πλαστικό σκεύος για τη φύλαξη φαγητού ( τάπερ )
Για ζικ = αμάν
Για σμαδ = σημάδι ότι κάτι θα γίνει
Γιάμπα = τσουγκράνα
Γιάσλα =παχνί
Γινάτ = πείσμα
Γίνγκα = έγινα
Γιουμίνια = παπούτσια
Γιουμόζου = γεμίζω
Γιουρουντώ = ορμώ
Γιούφτος = γύφτος
Γιουφτουφάσλα = μαυρομάτικα φασόλια
Γιρούντσει = όρμησε
Γκαβά = μάτια
Γκαβάθκα = τυφλώθηκα
Γκαβός = τυφλός
Γκάρβανους = μαύρη καρακάξα
Γκιουρλιούτσει = έπεσε με φόρα, μτφ. έκανε εμετό
Γκούντκα = το πίσω μέρος του κεφαλιού, πάνω από το σβέρκο
Γουμδού = χοντροκομμένη , μτφ. αυτή που φορά πολλά ρούχα
Γουμίδ = χοντροκομμένο
Δ
Δάχλα = δάχτυλα
Δε σι κοφτ = δε σε κόβει καθόλου , δε ξέρεις
Δε σμπορίζ = δε μιλάει
Δρινόσκλου = αδέσποτο σκυλί , μτφ. αυτός που γυρνάει όλο έξω
Ε
Έβανα = έβαλα
Έγαξει = σπαράζει από το δυνατό κλάμα
Έρξα = έριξα
Έστριξει = συμφώνησε
Έφκα = έφυγα

Ζ
Ζα = ζώα
Ζαμακώθκα = έπεσα
Ζαπάρτα = κατσάδα, μάλωμα
Ζαπαρτώνου = μαλώνω
Ζελές = ζακέτα
Ζιματά = καίει
Ζουδ = ζωάκι
Ζούρλα = τρέλα
Ζουρλάθκα = τρελάθηκα
Η
Ήβρα = βρήκα
Ήρτεις = ήρθες
Θ
Θκομ = δικό μου
Ι
Ιστάχ = (το) άχτι
Ιτς = καθόλου, τίποτα
Ιτς-μιτς = καθόλου, εντελώς άσχετο

Κ
Καζανούδ = καζάνι
Καλαθάρα = κοφίνι, μτφ. χοντρή γυναίκα
Καλούτσκους = καλός
Καμάδα μας = αλίμονο μας
Κάρνα = κάρβουνα
Κασκαρίκα = σκανδαλιά
Κατανιάζου = συκοφαντώ, κακολογώ
Κατράν = μαύρο χώμα
Κάτσει = κάτσε
Κατσιάζου = ταλαιπωρώ κάτι, του αλλάζω την υφή του
Καφέν = καφές
Καφιλίκ= μπρίκι
Κιουσμέ = βρύση
Κλαβανή = πόρτα για σκάλες
Κλουνή = κλωστή
Κλουτανάς = ανακατεύεις συνεχώς μτφ. το λες και το ξαναλές
Κμάς = χοιροστάσιο
Κοιτάχκαμει = συναντηθήκαμε, ειδωθήκαμε
Κόκα = μυαλό
Κόμπαρχη = ήρθες νωρίς νωρίς
Κουκμίλ = το εσωτερικό ( που δεν τρώγεται ) του καλαμποκιού
Κουκνάρα = καλαμπόκι
Κουκουτσόθκει = ήρθε απρόσκλητος και έκατσε πολύ
Κουμούτσα = ογκώδης στοίβα  
Κουμπάκα = καλαμπόκι ( ο καρπός )
Κουμπαριάσκις = κάθισες, μτφ. ανεπιθύμητος επισκέπτης
Κουμπαρντίσκα = κουράστηκα πολύ
Κουμπαρτσμέν = πολύ κουρασμένη
Κουνουσλούκ = φόρτωμα μτφ. όταν κάποιος μας γίνεται <<τσιμπούρι>>
Κουντνάς = κεφάλι
Κουντούρια = παπούτσια
Κουπάνα = νεροχύτης
Κουπανίσκει = ήρθε και κάθησε απροειδοποίητα
Κουρκουλούκ = σκιάχτρο, μτφ. άσχημος άνθρωπος
Κουρντουκιέλ = παιχνίδι
Κουρτσούδ = κορίτσι
Κουψαλάντσει = απέφυγε μια εργασία, μτφ. απεβίωσε
Κουψαλαντώ = αποφεύγω να κάνω κάτι
Κρατούνα = κεφάλι

Λ

Λακμανάς = ψηλός, εύσωμος, άχαρος άνδρας
Λακμανίζου = τρώω λαίμαργα
Λαλάγκια = τηγανίτες
Λαμαρίνα = τηγάνι , ταψί
Λείψει = φύγε
Λες = άσχημη μυρωδιά
Λέτσος = κακοντυμένος
Λιγούτσκου = λιγάκι
Λουγκουρίζου = κάνω βόλτες , γυρίζει πολύ
Λουγκούρς = αυτός που κάνει πολλές βόλτες , γυρίζει  πολύ
Λουγυρνούσει = γύριζε από δω κι εκεί 
Λουλάθκα = τρελάθηκα
Λούμπουρτου = άνω-κάτω
Λόφκα = λακκούβα

Μ
Μαζίν = μαζεύει
Μάινσει = θύμωσε
Μαΐσίλι = έρπης
Μαμάνου = τρώω
Μαμούδ = μικρό έντομο
Μαμούν = ζουζούνι
Μανιά = γιαγιά
Μανίζου = θυμώνω
Μάνταλος = κλειδαριά
Μανταλώνου = κλειδώνω
Μασάλια = αβάσιμες φήμες , κουβεντολόι
Μασίνα = ξυλόσομπα
Ματσαλάω = μασουλάω
Μάτσιου = γάτα
Μεϊντάν = πλατεία
Μέντα = καραμέλα
Μιδράλιου = αυτός που μιλάει ακατάπαυστα
Μιμλικέτ = πολυκοσμία
Μιριά = πλευρά
Μισίρ = καλαμπόκι
Μλάρ = μουλάρι
Μόκουτου = βούλωστο , σταμάτα να μιλάς
Μούλουνει = μη μιλάς
Μουσκάρ = μοσχάρι
Μουχαμπέτ = κουβέντα
Μουχαμπέτια = κουβέντες
Μουχαμπιτζής = αυτός που του αρέσει να μιλάει πολύ
Μπαΐλτσα= κουράστηκα
Μπαΐρ = βουνό
Μπακαντίζου = βλέπω, χαζεύω
Μπακίρ = κατσαρόλα
Μπαντάκ = φοράει πολλά ρούχα
Μπαρμπότα = στενόμακρη προβιά από δέρμα ζώων που φοριέται στο κεφάλι
Μπασκί = εργαλείο σποράς
Μπατσαρίκα = χαστούκι
Μπερντέν = αμέσως
Μπιρντάχ =  μτφ. ένα χέρι ξύλο
Μπισίκ = ζαβολιά
Μπισικιάρς = ζαβολιάρης
Μπλασταρώθκει = έπεσε
Μπλασταρώνουμει = πέφτω
Μπόι = φούστα
Μπόκα = αργόστροφος , χοντρός
Μπομπόλια = κόλλυβα
Μπουλάντσα = έφαγα πάρα πολύ, αηδίασα
Μπουλαντσμένους = ο χορτάτος
Μπουλούκ = πολυκοσμία
Μπουμπάρ = παραδοσιακό φαγητό
Μπούμπνους = υπερβολική ζεστή
Μπουμπούτσουσει = είναι έτοιμος να βάλει τα κλάματα, μτφ. θα χαλάσει ο καιρός
Μπουτζούκουσει = στεναχωρήθηκε, θύμωσε
Μπουφάς = μπουφάν
Μπούφκα = ψέμα
Μπούχτσα = βαρέθηκα
Μπουχτώ = σπρώχνω
Μπρουκανίτσα = νερωμένο γάλα
Μπρούμπτα (η) = το πέσιμο
Mπρουμπτώ = πέφτω κάτω
Ν
Νάμια ( τα ) = χαμός
Νιρουφίσκα = τρόμαξα
Νοντάς = κάμαρη, δωμάτιο
Νουχουτλίδκου = ψωμί από αλεύρι ρεβιθιών
ΝταΪάντσα = ακούμπησα
ΝταΪαντώ = στηλώνω ,ακουμπώ κάπου
Νταλακιάζω = τρώω πολύ
Νταλάκιασα = έφαγα πάρα πολύ
Νταντανάς = ( έγινε νταντανάς ) τα νέα κυκλοφόρησαν παντού , έγινε ντόρος
Νταντάντσει = του έγινε συνήθεια , επιμένει σε κάτι
Ντατ-φιργιάτ = κάνω κάτι πολύ γρήγορα χωρίς επιμέλεια , στο άψε-σβήσε
Ντιρίτουζου = ναφθαλίνη
Ντερλίκωμα = πολύ φαγητό
Ντέτζερης = κατσαρόλα
Ντουντούλα = μούσκεμα
Ντουρντουλιάζ = σιγοβρέχει
Ντρίζιανος = γκρινιάρης , ενοχλητικός
Νυφράγκια = το κενό διάστημα ανάμεσα στη σκεπή και στο κτιστό μέρος του σπιτιού
Ξ
Ξανάλαγους = ντυμένος πρόχειρα
Ξανουκλιούμει = στριφογυρίζω
Ξιγκουλιαρίζουμει = ξεγυμνώνομαι  
Ξιγκουρλώνω = κάνω εμετό
Ξιπάζου = τρομάζω
Ξισταλαγιάνου = στεγνώνω
Ξιχάσκει = ξεχάστηκε
Ο
Όμπασις = χαζός
Όντα-όντα = αποδοκιμασία  ντροπής
Όρνιθα = κότα
Ούρδα = στραγγιστό  γιαούρτι
Ούχα = πληγή, χτύπημα
Π
Παένω = πηγαίνω
Παίιζ = παίζεις
Παλιουκαλαθάρα = αυτός που λέει τα ίδια ξανά και ξανά
Παμπόρ = χαρταετός
Παπάρα = φαγητό με αβγά και νερό
Παπαρδέλα = καρούμπαλο
Πάππος = παππούς
Παράδες = λεφτά
Παρασόλ = ομπρέλα
Παρτάλ = ρούχο
Πατλάκια = ποπ-κορν
Πατλαντώ = σκάω
Πατλατζάνα = μελιτζάνα ,μτφ. η χοντροκομμένη φουσκωτή μύτη
Πατνιά = πατημασιά
Πατσόπονος = πονοκέφαλος
Παφλάκα = φούσκα
Πθήξουμει = πηδήξουμε
Πιδούδ = αγόρι
Πιζούλα = μεγάλη πέτρα
Πιρνάρια = πουρνάρια
Πίτσκο = μικρό παιδί
Πλαλτός = τρέξιμο
Πλαλώ = τρέχω
Πλατς καταή = πέφτω κάτω
Πλια = ποτέ
Πλιτσιανίζου = παίζω με τα νερά , βρέχω κάτι
Πλουκαριά = χώρισμα , τοίχος δωματίου
Πουδούκλα = τρικλοποδιά
Πουμακίλας = άσχημη μυρωδιά
Πούτσνιασει = έκανε μορφασμό , δεν του άρεσε κάτι
Πράμα = πράγμα
Προυσόψ= πετσέτα
Προυτσάλες = σταγόνες
Προύτσος = αρσενικό κατσίκι
Προχτέ = προχτές
Ρ
Ρέγκια (τα) = χάλια
Σ

Σαβούρντα = πέσιμο
Σαβουρντιέμαι = πέφτω
Σαβουρντώ = ρίχνω κάτω
Σάζω = φτιάχνω
Σακατεύομαι = κουράζομαι
Σακατίζου = δεν αντέχω το βάρος
Σαλιάγκ = σαλιγκάρι
Σάλκα = πρόκα, καρφί
Σαλτάκ = χαστούκι
Σάστισει = σάστισε
Σατάχτσα = αγανάκτησα
Σιούμει = τριγυρίζω
Σιργκί = πράγματα απλωμένα σκόρπια
Σιρμαές = το βιος ενός σπιτιού, τα υπάρχοντα
Σισίρτσα = παρατράβηξα
Σίτα = κόσκινο
Σκίσκα = σκίστηκα
Σκλαρίκ = σκουλαρίκι
Σκουντουρίκα = σαύρα
Σμαζέφτσει = συμμαζέψου
Σμουχριάζ = σούρουπο
Σμπαράλ = ερείπιο, κουρασμένος
Σμπαράλιασα = κουράστηκα πολύ, μτφ. έγινα κομμάτια
Σμπιρίλουγα  = μικροαντικείμενα
Σόκτσει = έχασε τις δυνάμεις του
Σουκτώ = φέρνω σε πέρας μια δύσκολη εργασία
Σόλια = φλιτζανάκια καφέ
Σούλτου = η γυναίκα που φορά μακρόνταλες φούστες
Σούντσει = αγανάκτησε
Σούρμπιξει = ρούφηξε
Σοφράς = χαμηλό τραπέζι
Στάφνιαξα = έφτιαξα κάτι πολύ γρήγορα
Στιά = φωτιά
Στιλιχουνιάρς = μίζερος
Στουρνάρ = χαζός
Στριμόχατζης = αυτός που στριμώχνεται, μτφ. αυτός που κρυώνει
Συμπλιάσκει = <<κόλλησε >> κάπου , του έγινε έμμονη ιδέα
Συμπράγκαλα = τα μικρό αντικείμενα που χρειαζόμαστε για να ολοκληρώσουμε μια δουλειά
Σύρει βρέτου = πήγαινε να το βρεις
Συρτουπάπτσου = αυτός που γυρνά όλη τη μέρα
Σφουγγίζω = σκουπίζω
Σχα βουβά = ήσυχα-ήσυχα, αθόρυβα
Σχιούμει = κουνιέμαι, μτφ. κάνω δουλειές

Τ
 
Ταβάς = είδος κατσαρόλας
Τάβλα = πετσέτα
Ταϊφάς = μεγάλη οικογένεια
Τζερτζελές = φασαρία
Τζιουμπές = σακάκι
Τζίτζιλι – μίτζιλι = τα μικροαντικείμενα
Τζούτζουρας = μικρό παιδί
Τιντίνιασα = ανατρίχιασα από το κρύο, πάγωσα
Του΄βρα = το βρήκα
Τούπκουσου = ολόιδιος
Τουπούζ = πολύ χοντρός
Τουτούχτσα = ζεστάθηκα
Τράβα = πήγαινε
Τρακάζ = χερούλι πόρτας
Τρανεύου = μεγαλώνω
Τρανός = μεγάλος
Τσ / τζ = την
Τσάκσει = τσάκισε
Τσαμ = έλατο
Τσανάκ = πιάτο
Τσάνια = κουδούνια
Τσέτα = παρέα
Τσιγκλείζω = πειράζω κάποιον
Τσινιδάς = στοματαράς
Τσιρβούλ = τσαρούχι
Τσλιάγκ – τσλιούγκ = ήχος μεταλλικών αντικειμένων που χτυπούν μεταξύ τους
Τσουμάκ = ξύλινη βέργα
Τσούσκα = δε με νοιάζει
Τσουφλιάρια = πόδια
Τχαν = τηγάνι

Φ
Φασούλια = φασόλια
Φεύνω = φεύγω
Φισφισές = κουτσομπόλης
Φκανώ = κουβαλώ
Φκαργιάσκα = έπεσα
Φόρτωμα = σκοινί
Φουρκάλ = σκούπα
Φουρκαλώ = σκουπίζω
Φουρλαντήσκα = αγανάκτησα
Φουρντάλου = γεμάτη, εύσωμη γυναίκα
Φριξώνουμει = φοβάμαι
Χ
Χαλές = τουαλέτα
Χαλιμπάλιας = χαζός, ανόητος
Χαμούτ = περιλαίμιο ζώων όταν οργώνουν
Χανιάζου = δίνω κάτι
Χαντακούδ = δεματάκι, ματσάκι
Χάρκα = χάρηκα
Χασλαμάς = φυτώριο καπνού
Χαχαλίζου = ελαφρύ, επιφανειακό σκάλισμα
Χλαπανίζω = τρώω
Χλιάμπας = ανόητος
Χλιάμπας = ανόητος
Χλιαρ = κουτάλι
Χλιαρίζου = τρώω
Χλιάρξι κα να δυο χλιαρές = φάε λίγο
Χούι = συνήθεια
Χρεία = τουαλέτα
Ψ
Ψήσκα = ζεστάθηκα, ψήθηκα
Ψχούδα = ψυχούλα
Ω
Ώσπου να παρς μπρος = ώσπου να καταλάβεις