1ο
Δημοτικό Σχολείο Παγγαίου Τάξη: Β’
Υπεύθυνη δασκάλα: Φλίσκα Αργυρώ Σχολικό έτος: 2017-18
ΚΑΤΟΧΗ ΣΤΗ ΝΙΚΗΣΙΑΝΗ
Οι γεροντότεροι της Νικήσιανης αφηγούνται ιστορίες από τα χρόνια της
κατοχής όπως τα βίωσαν οι ίδιοι ή τα άκουσαν από άλλα συγγενικά τους πρόσωπα.
Όταν
έγινε η επιστράτευση για τον πόλεμο του 1940 ο Ζ. Στέργιος παρουσιάστηκε
στρατιώτης στη Προσοτσάνη Δράμας και στη συνέχεια οδηγήθηκε στο μέτωπο της
Αλβανίας και συγκεκριμένα στη πόλη Πόγραδετς. Αυτός διηγήθηκε στο γιο του
Χρήστο Ζ. μια ιστορία σχετικά με μια μάχη που έγινε εκεί προς τα τέλη του
πολέμου.
Συγκεκριμένα είπε τα εξής: « Ήταν νύχτα όταν οι Ιταλοί
στρατιώτες του πυροβολικού όρμησαν με λύσσα ενάντια των ελλήνων
στρατιωτών. Εμείς αντιστεκόμασταν μέσα
από τα ορύγματα, όπου προσπαθούσαμε να προφυλαχτούμε. Μας χτυπούσε το πυροβολικό τους με βόμβες και
άλλα όπλα τρεις μέρες. Κάποια στιγμή όρμησαν οι Ιταλοί για να μας πάρουν τις
θέσεις ,αλλά εμείς αντιστεκόμασταν και τελικά τους διώξαμε. Έκαναν πίσω, αλλά
επέστρεψαν ξανά. Τότε ο λοχαγός μας μετά το βομβαρδισμό του Ιταλικού πυροβολικού (συνολικά 6 ημέρες) κάλεσε τους
αξιωματικούς του. Όλοι ήμασταν εξαντλημένοι, γιατί ήμασταν χωρίς προμήθειες,
φαγητό, γεμάτοι ψείρες, μέσα στα ορύγματα
που ήταν γεμάτα λάσπες καθώς έβρεχε συνεχώς. Ο λοχαγός μας τους είπε ότι
πρέπει να επιτεθούμε εμείς γιατί δεν θα
αντέχαμε άλλο τις κακουχίες αλλά και το συνεχές λυσσαλέο σφυροκόπημα του
ιταλικού πυροβολικού.
Έτσι κι έγινε. Τη νύχτα εκείνη και ώρα 12
τα μεσάνυχτα δόθηκε το σύνθημα για επίθεση.
Οι Έλληνες στρατιώτες πολεμώντας
με όλες τους δυνάμεις αναγκάσαμε τους Ιταλούς να βγουν από τα ορύγματα και
φωνάζοντας ΑΕΡΑ!!! κα κρατώντας στα χέρια τις ξιφολόγχες τελικά τους νικήσαμε».
Αυτό όμως που θα μείνει αξέχαστο στον
συγκεκριμένο στρατιώτη, πέρα από τους αγώνες που δόθηκαν στο μέτωπο είναι και
ένα άλλο γεγονός, όπως περιγράφει ο ίδιος: «Την τέταρτη μέρα των βομβαρδισμών
από τους Ιταλούς φωνάζω το λοχία μου που τον έλεγαν Γιάννη, να μου δώσει ένα
τσιγάρο. Είδα όμως ότι δεν κουνιόταν, αλλά και ούτε μου απάντησε. Έτσι
σηκώθηκα, πήγα προς το μέρος του και είδα ότι ένα βλήμα είχε χτυπήσει το
αριστερό μέρος του κεφαλιού του και το διέλυσε. Ο λοχίας μας ήταν σκοτωμένος.».
Αυτή την ιστορία τη διηγήθηκε στο γιο του Ζ. Χρήστο
συγκλονισμένος και δακρυσμένος.
Κων/νος Σ.
Του παππού μου ο πατέρας πολέμησε στο πόλεμο
του 1940. Στη Νικήσιανη είχαν έρθει οι Βούλγαροι στρατιώτες και οι κάτοικοι του χωριού
φοβόντουσαν να κυκλοφορούν στους δρόμους
Όποιος παραβίαζε τους κανόνες τους παίρνανε και τους φυλάκιζαν στην
κοινότητα του χωριού. Τα φώτα κλείνανε
από νωρίς στα σπίτια και γινόταν περιπολίες από Βούλγαρους στα σοκάκια του
χωριού. Όταν γεννήθηκε ο παππούς μου του 1940 οι γονείς του αποφάσισαν να τον
ονομάσουν Ελευθέριο για να φέρει την λευτεριά στην Ελλάδα.
Φωτεινή Μ.
Ρώτησα την
γιαγιά μου για τον πόλεμο του 1940. Ένα πρωί άκουσαν να χτυπάνε οι καμπάνες πολύ. Έχουμε πόλεμο έλεγε ο κόσμος. Οι άντρες
συγκεντρώθηκαν στη πλατεία του χωριού.
Όλοι πήγαν στον πόλεμο. Στα βουνά
της Πίνδου μέσα στα χιόνια και στο κρύο πολεμούσαν για την Ελλάδα.
Ραφαήλ Κ.
Ο δικός μου ο παππούς δεν ζούσε στον πόλεμο
του ’40, αλλά είχε πολεμήσει ο πατέρας του.
Εκείνος του έλεγε πως τα χρόνια
εκείνα ήταν δύσκολα. Γιατί δεν
υπήρχε φαγητό, δεν μπορούσαν να
κοιμηθούν ή να ξεκουραστούν. Φοβόταν όλοι για τη ζωή τους.
Γεωργία Δ.
Ο κύριος Γιώργος θυμάται...
Στην
επιστράτευση ήμουν 6 χρονών. Την ημέρα που έγινε βρισκόμασταν όλα τα παιδιά στο
σχολείο ώσπου κάποια στιγμή μας είπαν ότι έγινε επιστράτευση και πρέπει να
γυρίσουμε όλοι στα σπίτια μας. Οι πατεράδες μας έφυγαν στο μέτωπο και μαζί πήραν τα γερά άλογα από τα σπίτια τους
για να τα χρησιμοποιήσουν στο στρατό. Την ίδια εποχή (1940) ήρθαν οι Βούλγαροι
στο χωριό μας και πολλοί άνδρες εγκατέλειψαν τις οικογένειες τους και πήγαν στα
βουνά (έγιναν αντάρτες). Οι Βούλγαροι πίεζαν τις οικογένειες αυτών για να τους
δώσουν πληροφορίες και πολλές φορές τις σκότωναν κιόλας. Έμειναν στο χωριό
τέσσερα χρόνια. Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου λεηλάτησαν πολλές περιουσίες.
Ο πατέρας μου, μου έλεγε αν με ρωτήσει ποτέ κάποιος Βούλγαρος κάτι να απαντώ "δεν είδα, δεν ξέρω"! Όταν, πλέον, έφυγαν οι Βούλγαροι από το
χωριό οι καμπάνες χτυπούσαν χαρμόσυνα και ο κόσμος πανηγύριζε. Η ζωή, όμως,
άργησε να έρθει στους κανονικούς ρυθμούς και γύρω στο 1947 άρχισαν τα πράγματα
να ηρεμούν.
Ειρήνη Μ.
Συνεντεύξεις μαθητών της ΣΤ΄
τάξης σχολικού έτους 2013-14 από τους
παππούδες τους και γιαγιάδες τους για το 1940.
Μιλώντας με τον παππού μου για την
κατοχή μου είπε πως εκείνα τα χρόνια ήταν πολύ δύσκολα. Η κάθε οικογένεια είχε
το δικό της μπαχτσέ κι από εκεί είχανε τα απαραίτητα τρόφιμα. Αυτό που θυμάται
πολύ έντονα, είναι τους Γερμανούς δασκάλους να μαθαίνουν τα παιδιά γερμανικά.
Οι Έλληνες όμως δεν μπορούσαν να ξεχάσουν τη μητρική τους γλώσσα και για να μην
τους σκοτώσουν οι Γερμανοί καταστρώνανε
διάφορα σχέδια. Ένα σχέδιο που θυμάται ήταν , ότι κολλούσαν εφημερίδες στα
τζάμια των παραθύρων για να μην γίνουν αντιληπτοί από τους Γερμανούς.
Θεόδωρος Κ.
Παίρνοντας συνέντευξη από τη γιαγιά μου για τα χρόνια της κατοχής, έμαθα
πως ήταν τα πιο δύσκολα της ζωής της.
Μου είπε ότι κρύβονταν στα βουνά
και έβαζαν εφημερίδες στα παράθυρα των σπιτιών για να μην τους βλέπουν οι
Γερμανοί. Πολλές φορές αν δεν ήταν υπάκουοι ως δούλοι τους χτυπούσαν. Η
απαίτηση των Γερμανών ήταν τα ελληνόπουλα να μάθουν τη γερμανική γλώσσα και να
ξεχάσουν την ελληνική. Ακόμη μου είπε ότι όλοι προσπαθούσαν να βοηθήσουν το
διπλανό τους όπως μπορούσαν. Οργάνωναν συσσίτια για να βοηθήσουν τα ορφανά
παιδιά και επειδή δεν υπήρχαν χρήματα οι επαγγελματίες πληρώνονταν με τρόφιμα.
Από αυτά που θυμόταν χαρακτηριστικά είναι το πόσο φοβήθηκε ,όταν οι Γερμανοί
μπήκαν στην πόλη τους και το μόνο που έκανε ήταν να προσευχηθεί στο Θεό.
Σοφία Μ.
Θυμάται ότι τα τρόφιμα ήταν λιγοστά. ΄Ετσι
προσπαθούσαν όλη την Άνοιξη και το Καλοκαίρι να μαζέψουν όλες τις παραγωγές και
να τις αποθηκεύσουν για να έχουν τρόφιμα για το Χειμώνα. Τα φρούτα τα έκαναν
μαρμελάδες και τα λαχανικά τουρσί. Όλες οι οικογένειες προσπαθούσαν να έχουν
μια αγελάδα, ένα γουρούνι, κουνέλια και κότες για να εξασφαλίσουν το κρέας ,το
γάλα και το λίπος της χρονιάς.
Ο παππούς μου δε θέλει να θυμάται τα χρόνια της κατοχής, γιατί ήταν πολύ
δύσκολα χρόνια και ο κόσμος πεινούσε και φοβόταν πολύ.
Η ευχή του είναι να μην ξαναζήσει ο κόσμος
αυτόν τον φόβο και την εξαθλίωση.
Ευάγγελος Σ.
-Πόσο χρονών ήσουν γιαγιά όταν άρχισε
ο πόλεμος του 1940;
-Ήμουν 7 χρονών και πήγαινα Α΄
δημοτικού.
-Τι έκανες όταν έμαθες ότι θα
γίνει πόλεμος;
-Εμείς πήγαμε στο σχολείο, κάναμε μια
ώρα μάθημα και μετά ήρθε ο δάσκαλος και μας είπε να πάμε στα σπίτια μας, αλλά δεν
μας είπε τίποτα επειδή ήμασταν μικροί. Στον δρόμο συνάντησα τους γονείς μου και
ο πατέρας μου μ΄ αγκάλιασε και μου είπε πως θα πάει στον πόλεμο.
-Τι τρώγατε τον καιρό του πολέμου;
-Εμείς τρώγαμε μόνο ψωμί. Όσοι είχαν
χωράφια ήταν πιο καλά. Αυτοί που δεν είχαν χωράφια , δεν είχαν ούτε ψωμί.
-Κρυβόσασταν από τους κατακτητές ; και αν ναι πού;
-Κρυβόμασταν στα βουνά. Θυμάμαι πως
κρυφτήκαμε και κοιμηθήκαμε δυο βραδιές εκεί.
-Πήγαινες στο σχολείο στη διάρκεια του πολέμου;
-Όχι ,γιατί οι δάσκαλοι ήταν στον
πόλεμο.
-Τα χωράφια σας οι κατακτητές σας άφηναν να τα καλλιεργείτε;
-Μας άφηναν , αλλά το περισσότερο
«βιο» το έπαιρναν αυτοί.
-
Περνούσαν
αεροπλάνα;
-Ναι. Και μια μέρα άρχισαν να
βομβαρδίζουν το μοναστήρι της Παναγίας της Εικοσιφοίνισσας. Εμείς βλέπαμε μόνο
τον καπνό.
-Οι κατακτητές εκτέλεσαν κανέναν από το χωριό;
-Ναι. Στο αλβανικό μέτωπο σκοτώθηκε μόνο ένας άντρας και στην κατοχή οι
Βούλγαροι εκτέλεσαν 2 άντρες και μια γυναίκα.
-Η εκκλησία λειτουργούσε στη
διάρκεια του πολέμου;
-Ναι, αλλά με Βούλγαρο παπά.
-Τώρα θα σας διηγηθώ μια πραγματική
ιστορία που συνέβη στο χωριό μας στα χρόνια της κατοχής.
-Ο βουλγαρικός στρατός ερχόταν για να
κάψει το χωριό. Κατά παράδοξο τρόπο φτάνοντας στο ξωκλήσι της Αγια-Μαρίνας που
τότε ήταν στην άκρη του χωριού μια δύναμη δεν τους άφηνε να προχωρήσουν και
έτσι δεν έγινε πράξη το σχέδιο τους. Οι κάτοικοι του χωριού μίλησαν για θαύμα
.Πίστεψαν πως η Αγία Μαρίνα τους έσωσε.
Άλλοι πάλι είπαν πως και η Παναγία τους προστάτεψε, γιατί όταν οι Βούλγαροι
έκαψαν το μοναστήρι της Παναγίας της Εικοσιφοίνισσας εκείνο τον καιρό , οι
κάτοικοι της Νικήσιανης κατόρθωσαν και
έσωσαν την θαυματουργή εικόνα Της και
την φύλαγαν στο χωριό.
Δημήτρης &
Χίλμα Σ.
Νικησιανιώτες φαντάροι
μετά την κατοχή.
1949
Με
υπερηφάνεια στους κατοίκους που αγωνίστηκαν για τον τόπο μας!
Οι μαθητές της Β’ Τάξης